φυτρωτής

φυτρωτής
ο
ουσία που βοηθάει το φύτρωμα των σπερμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυτρωτής — ο, Ν [φυτρώνω] ουσία που υποβοηθά το φύτρωμα τών σπερμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”